- πάλσις
- πάλσῑς , πάλσιςrapid motionfem acc pl (epic doric ionic aeolic)πάλσιςrapid motionfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πάλσις — πάλσις, ἡ (Α) [πάλλω] 1. το να πάλλει κάποιος κάτι, κραδασμός 2. αστραπιαία κίνηση 3. η παλμική κίνηση τής καρδιάς 4. (στον Επίκουρο) εσωτερική δόνηση, παλμός … Dictionary of Greek
πάλσιν — πάλσις rapid motion fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάλσεως — πάλσεω̆ς , πάλσις rapid motion fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)